- προσαύλησον
- προσαυλέωperform on the fluteaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαυλώ — έω, Α 1. συνοδεύω με τον αυλό («τοὺς αὐλοὺς λαβὼν ἄξιον ἐμοῡ καὶ σοῡ προσαύλησον μέλος», Αριστοφ.) 2. συνοδεύω με ομοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐλῶ (< αὐλός)] … Dictionary of Greek